organigramme
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- organigramme < organi(ser) + -gramme
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɔʁ.ɡa.ni.ɡʁam/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
organigramme | organigrammes |
organigramme (fr) αρσενικό
- το οργανόγραμμα