Ετυμολογία

επεξεργασία
orfèvrerie < orfèvre

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
orfèvrerie orfèvreries

orfèvrerie (fr) θηλυκό

  1. η χρυσοχοΐα
  2. τα χρυσαφικά

Συγγενικά

επεξεργασία