Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

orak < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔˈɾɑk/
τυπογραφικός συλλαβισμός: o‐rak

  Ουσιαστικό επεξεργασία

orak (tr)

Κλίση επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. orak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν