Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.pjɔ.ma.ni/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
opiomanie opiomanies

opiomanie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία