ophtalmologue
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ophtalmologue | ophtalmologues |
ophtalmologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, ιατρική) ο/η οφθαλμίατρος, ο/η οφθαλμολόγος
ενικός | πληθυντικός |
ophtalmologue | ophtalmologues |
ophtalmologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό