Ετυμολογία

επεξεργασία
oncoming < on- + coming

  Επίθετο

επεξεργασία

oncoming (en)

  • που πλησιάζει από την αντίθετη κατεύθυνση
    ⮡  oncoming cars - τα αυτοκίνητα που έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση