okulary
Πολωνικά (pl) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
okulary < πληθυντικός του okular
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˌɔ.ku.ˈla.rɨ/
- Ήχος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
okulary (pl) (μη αρρενοπροσωπικό, πληθυντικός)
- τα γυαλιά (οράσεως)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικούΕπεξεργασία
okulary (pl) okular, στην ονομαστική του πληθυντικού