Ετυμολογία

επεξεργασία
określenie < ρηματικό ουσιαστικό από το τετελεσμένο ρήμα: określić + -nie

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

określenie (pl) ουδέτερο