Πολωνικά (pl) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

określenie < ρηματικό ουσιαστικό από το τετελεσμένο ρήμα: określić + -nie

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

określenie (pl) ουδέτερο