Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.dɔ̃.tɔ.ɡʁa.fik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
odontographique odontographiques

odontographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό