ενικός         πληθυντικός  
occase occases

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

occase (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) ευκαιρία
    c'est une occase à ne pas manquer - είναι ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσει κανείς
    → δείτε τη λέξη  occasion

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • d'occase - από δεύτερο χέρι
je l'ai acheté d'occase - το αγόρασα δεύτερο χέρι