occase
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
occase | occases |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαoccase (fr) θηλυκό
- (οικείο) ευκαιρία
- c'est une occase à ne pas manquer - είναι ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσει κανείς
- → δείτε τη λέξη occasion
- c'est une occase à ne pas manquer - είναι ευκαιρία που δεν πρέπει να χάσει κανείς
Εκφράσεις
επεξεργασία- d'occase - από δεύτερο χέρι
- je l'ai acheté d'occase - το αγόρασα δεύτερο χέρι