océanographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɔ.se.a.nɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
océanographique | océanographiques |
océanographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
océanographique | océanographiques |
océanographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό