nuvolone
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nuvolone | nuvoloni |
nuvolone (it) αρσενικό
- (μετεωρολογία) μεγάλο σύννεφο
Πηγές
επεξεργασία- nuvolo - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).