Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις nut, and και bolt

  Έκφραση επεξεργασία

  • ο κύριος εσωτερικός μηχανισμός που κάνει κάτι να λειτουργεί