nutritionniste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nutritionniste < nutrition
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ny.tʁi.sjɔ.nist/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nutritionniste | nutritionnistes |
nutritionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
nutritionniste | nutritionnistes |
nutritionniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό