Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /nɔʁ.dik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
nordique nordiques

nordique (fr) αρσενικό ή θηλυκό