Ετυμολογία

επεξεργασία
nonvolatile < non- + volatile

  Επίθετο

επεξεργασία

nonvolatile (en)

  1. μη πτητικός
  2. (πληροφορική) (για μνήμη) μη πτητικός: μνήμη (ηλεκτρονικής συσκευής, υπολογιστή, κλπ.) που δεν χάνει το περιεχόμενό της με την διακοπή της ηλεκτρικής τροφοδοσίας (βλ. μη πτητική μνήμη)

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία