no longer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαno longer (en)
- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του any longer
- ⮡ He is no longer a child./He is not a child any longer.
- Δεν είναι πια παιδί.
- ⮡ We no longer live here
- Δε μένουμε πια εδώ
- ⮡ He is no longer a child./He is not a child any longer.