nevicare
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nevicare < δημώδης λατινική *nivicare
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ne.viˈka.re/
Ρήμα
επεξεργασίαnevicare (it)
Πηγές
επεξεργασία- nevicare - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).