neutralize
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | neutralize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | neutralizes |
αόριστος | neutralized |
παθητική μετοχή | neutralized |
ενεργητική μετοχή | neutralizing |
Ρήμα
επεξεργασίαneutralize (en) (ΗΠΑ) και neutralise (ΗΒ)
ενεστώτας | neutralize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | neutralizes |
αόριστος | neutralized |
παθητική μετοχή | neutralized |
ενεργητική μετοχή | neutralizing |
neutralize (en) (ΗΠΑ) και neutralise (ΗΒ)