neurosurgeon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
neurosurgeon | neurosurgeons |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαneurosurgeon (en)
- (ιατρική, επάγγελμα) ο/η νευροχειρουργός
ενικός | πληθυντικός |
neurosurgeon | neurosurgeons |
neurosurgeon (en)