nervosismo
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
nervosismo (pt) < nervoso και -ismo
Ουσιαστικό επεξεργασία
nervosismo (pt) αρσενικό
- η νευρικότητα, ο εκνευρισμός
- η ευερεθιστότητα
nervosismo (pt) < nervoso και -ismo
nervosismo (pt) αρσενικό