• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

nervoso

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Πορτογαλικά (pt)
    • 1.1 Επίθετο
  • 2 Ιταλικά (it)
    • 2.1 Επίθετο
    • 2.2 Ουσιαστικό

Πορτογαλικά (pt) Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό nervoso nervosos
θηλυκό nervosa nervosas

nervoso (pt)

  1. νευρικός


Ιταλικά (it) Επεξεργασία

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό nervoso nervosi
θηλυκό nervosa nervose

nervoso (it)

  1. νευρικός, οξύθυμος, ευερέθιστος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
nervoso nervosi

nervoso (it)

  1. η ευερεθιστότητα , η κακή διάθεση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=nervoso&oldid=3861560"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Μαΐου 2017, στις 20:57

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Μαΐου 2017, στις 20:57.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie