nerd
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nerd | nerds |
Ουσιαστικό
επεξεργασία- (μερικές φορές μειωτικό) ο σπασίκλας, η σπασίκλα, άτομο ευφυές ή με ειδικές γνώσεις σε ένα τομέα αλλά κοινωνικά αδέξιο, που το αποφεύγουν άλλοι
ενικός | πληθυντικός |
nerd | nerds |