ενικός         πληθυντικός  
nephew nephews

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈnɛf.ju/ & /ˈnɛv.ju/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /ˈnɛf.ju/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

nephew (en) (θηλυκό niece)