Τουρκικά (tr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

nefret etmek < nefret ("μίσος") + etmek ("κάνω, φτιάχνω").

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /nɛfˈɾɛt ɛtˈmɛc/

  Ρήμα επεξεργασία

nefret etmek (tr)

Κλίση επεξεργασία