Ετυμολογία

επεξεργασία
navigo < navis (la) + ago (la)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈnaː.wi.ɡoː/

navigo (la) (nāvigō1, nāvigāvī, nāvigātum, nāvigāre)