mythographique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.tɔ.ɡʁa.fik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mythographique | mythographiques |
mythographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
mythographique | mythographiques |
mythographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό