mutilator
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mutilator | mutilators |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mjuːtɪlˈeɪtə/ & /mjuːtɪlˈeɪtɚ/
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαmutilator (en)
Δείτε επίσης : mutilate, mutilation, -or, -ator, mutator |
ενικός | πληθυντικός |
mutilator | mutilators |
mutilator (en)