mustache
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mustache | mustaches |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmustache (en)
- (αμερικανική γραφή) το μουστάκι
- ⮡ One day he showed up with a shaved mustache.
- Μια μέρα εμφανίστηκε με ξυρισμένο το μουστάκι του.
- ⮡ One day he showed up with a shaved mustache.