mousson
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mousson | moussons |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
mousson (fr) θηλυκό
- (άνεμος) μουσώνας
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: μουσώνας
ενικός | πληθυντικός |
mousson | moussons |
mousson (fr) θηλυκό