mosquito
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mosquito | mosquitos / mosquitoes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmosquito (en)
- (έντομο) το κουνούπι
- ⮡ The mosquito made a few circles and landed on her arm.
- Το κουνούπι έκανε μερικούς κύκλους και προσγειώθηκε στο μπράτσο της.
- ⮡ The mosquito made a few circles and landed on her arm.