Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈmɔːtɪs, ˈmɔː(ɹ).tɪs/ & /ˈmɔː(ɹ).təs/



τυποποίηση αγγλικής προφοράς (enPR): môrtĭs, môrtəs

  Ετυμολογία

επεξεργασία

mortise, mortice < ύστερα μεσοαγγλικά: morteys < παλαιογαλλικά: mortaise < αραβικά: مورتاز‎ (προφορά: murtazz, «προσδεμένος») < راز‎ (προφορά: razza, «λαξεύω εσοχή»)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ενικός αριθμός: mortise (en), mortice (en)
πληθυντικός αριθμός: mortises (en), mortices (en)

  • (η) οπή/τρήμα/τρύπα που θηλυκώνει με προεξοχή από κάτι
    συναρμόζει με εξοχή