Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mɔʁ.fik/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
morphique morphiques

morphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό