Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mɔ.ʁa.list/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
moraliste moralistes

moraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
moraliste moralistes

moraliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία