Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
monsoon monsoons

monsoon (en)

  • (άνεμος) ο μουσώνας
      The monsoons make the ground more fertile and help people get food.
    Οι μουσώνες κάνουν το έδαφος πιο γόνιμο και βοηθάνε τους ανθρώπους να πάρουν φαγητό.