Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mɔ.nɔ.si.la.bik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
monosyllabique monosyllabiques

monosyllabique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. μονοσύλλαβος
  2. μονοσυλλαβικός

Συγγενικά

επεξεργασία