momification
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- momification < momifier
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
momification | momifications |
momification (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
momification | momifications |
momification (fr) θηλυκό