moderniste
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- moderniste < modernisme
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
moderniste | modernistes |
moderniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
moderniste | modernistes |
moderniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό