Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

miroitement < → δείτε τις λέξεις miroiter και -ment

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.ʁwat.mɑ̃/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
miroitement miroitements

miroitement (fr) αρσενικό