Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

minerval < Minerve

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.nɛʁ.val/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
minerval minervals

minerval (fr) αρσενικό

  • (Βέλγιο) σχολικά έξοδα που πληρώνονται από μαθητές ορισμένων σχολείων