Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

miejsce (pl) ουδέτερο

  1. η θέση
    • το μέρος, η μεριά, η τοποθεσία
    • ο χώρος
    • το κάθισμα
    • η σειρά κατάταξης
      Karol zajął pierwsze miejsce i zdobył złoty medal - η Κάρολ κατέλαβε την πρώτη θέση και κέρδισε το χρυσό μετάλλιο

Συγγενικά

επεξεργασία