Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.ksi.mi.za.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
maximisation maximisations

maximisation (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία