mauve
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmauve (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmauve (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mauve | mauves |
mauve (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
mauve | mauves |
mauve (fr) θηλυκό
- η μολόχα