mauvaise herbe
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mauvaise herbe | mauvaises herbes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
mauvaise herbe (fr) θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό) το αγριόχορτο
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mauvaise herbe | mauvaises herbes |
mauvaise herbe (fr) θηλυκό