maréchaussée
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- maréchaussée < mareschaucie < maréchal
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ma.ʁe.ʃo.se/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαmaréchaussée (fr) θηλυκό
- σώμα του ιππικού στην προεπαναστατική Γαλλία
- χωροφυλακή
maréchaussée (fr) θηλυκό