Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ma.lɛt/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
mallette mallettes

mallette (fr) θηλυκό