Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mal/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
malle malles

malle (fr) θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία