malacostracé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ma.la.kɔs.tʁa.se/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
malacostracé | malacostracés |
malacostracé (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
malacostracé | malacostracés |
malacostracé (fr) αρσενικό