Ετυμολογία

επεξεργασία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ma.la.kɔ.lɔ.ʒi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
malacologie malacologies

malacologie (fr) θηλυκό