Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

malŝlosi < mal + ŝlosi

  Ρήμα επεξεργασία

ρήμα malŝlosi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας malŝlosas malŝlosanta malŝlosata
αόριστος malŝlosis malŝlosinta malŝlosita
μέλλοντας malŝlosos malŝlosonta malŝlosota
υποθετική malŝlosus - -
προστακτική malŝlosu - -

malŝlosi (eo)

Άλλες γραφές επεξεργασία

malsxlosi, malshlosi, mals'losi